- δεύσιμος
- δεύσιμος, η, ον,A fit for watering, τόπος Sch.Il.12.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δεύσιμος — η, ο (AM δεύσιμος, ον) [δεύω (Ι)] νεοελλ. αυτός που μπορεί να δεχθεί βαφή με ανεξίτηλο χρώμα αρχ. μσν. κατάλληλος για άρδευση … Dictionary of Greek